- χοιροτροφείο(ν)
- το свиноферма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοιροτροφείο — το / χοιροτροφεῑον, ΝΑ [χοιροτρόφος] χώρος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροοτάσιο αρχ. επίδεσμος για το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
χοιροτροφείο — το μέρος όπου διατρέφονται χοίροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουρουνομάντρι — το και μάντρα, η χοιροτροφείο … Dictionary of Greek
χοιροστάσιο — και χοιροστάσι, το, Ν στάβλος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροστάτης. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροστάσιον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek